Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλατρον — ἔλατρον, το (Α) 1. ελατήρ, γλυκό προσφοράς 2. ονομασία ενδύματος … Dictionary of Greek
ἔλατρα — ἔλατρον garment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)